- χωλαίνω
- ΝΜΑ [χωλός]1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσόςβ) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ.β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)νεοελλ.μτφ. καρκινοβατώ, βραδυπορώ, δεν λειτουργώ κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).
Dictionary of Greek. 2013.